παρατάξῃς

παρατάξῃς
παρατάσσω
place
aor subj act 2nd sg
παρατάσσω
place
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… …   Dictionary of Greek

  • ζυγώ — (I) (Α ζυγῶ, έω) [ζυγόν] στέκομαι, τοποθετούμαι μαζί με άλλους παραπλεύρως κατά μέτωπο, στον ίδιο ζυγό, δηλ. στην ίδια ευθεία γραμμή παράταξης νεοελλ. φρ. «ζυγείτε επί δεξιά» παράγγελμα για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που… …   Dictionary of Greek

  • κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλαγγίζω — Ν 1. επεκτείνω το μέτωπο τής παράταξής μου ώστε να κυκλώσω τα άκρα τής εχθρικής παράταξης 2. περικυκλώνω 3. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υπερφαλαγγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ζοφρ, Ζοζέφ — (Joseph Joffre, Ριβσάλτ 1852 – Παρίσι 1931). Γάλλος στρατάρχης. Κατά την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ήταν αρχηγός του γενικού επιτελείου του γαλλικού στρατού και, όπως οι περισσότεροι Γάλλοι στρατιωτικοί, ο Ζ. στήριζε την πολεμική θεωρία του …   Dictionary of Greek

  • Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι …   Dictionary of Greek

  • αείμνηστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός των χιλίων Πλαταιέων (6ος 5ος αι. π.Χ.) που τοποθετήθηκαν από τον Μιλτιάδη στο αριστερό κέρας της παράταξης του ελληνικού στρατού, στη μάχη του Μαραθώνα. 2. Σπαρτιάτης (5ος αι. π.Χ.) που σκότωσε με το χέρι… …   Dictionary of Greek

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”